- ὑπαίθω
- ὑπαίθω, poet.,A = ὑποκαίω, S.Tr.1210: metaph., of love, inflame, Id.Fr.345.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπαίθω — Α 1. υποκαίω («καὶ πῶς ὑπαίθων σῶμ ἂν ἰῴμην τὸ σόν;», Σοφ.) 2. μτφ. (για τον έρωτα) φλέγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + αἴθω «ανάβω, καίω»] … Dictionary of Greek
ὑπαίθεσθαι — ὑπαίθω inflame pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπαίθων — ὑπαίθω inflame pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)